- γιδοβοσκός
- ο козопас
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιδοβοσκός — ο βοσκός γιδιών … Dictionary of Greek
γιδοβοσκός — ο αυτός που βόσκει γίδια, γιδάρης: Οι λύκοι επιτέθηκαν στο γιδοβοσκό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek
αιγάρης — ο [αίγα] γιδάρης, γιδοβοσκός … Dictionary of Greek
αιγελάτης — αἰγελάτης, ο (Α) γιδοβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ + ελάτης < ἐλαύνω] … Dictionary of Greek
αιγιπάστας — ο λέξη τής Μυκηναϊκής που σημαίνει «ποιμένας», «γιδοβοσκός» (ai ki pa ta). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + *πάστας < ρ. *πάταμι (πρβλ. ρ. πα πτ αίνω, «βλέπω προσεκτικά, επιτηρώ»)] … Dictionary of Greek
αιγοβοσκός — ο (Α αἰγοβοσκός) γιδοβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + βοσκός < βόσκω] … Dictionary of Greek
αιπολώ — αἰπολῶ ( έω) (Α) [αἰπόλος] βόσκω αίγες, είμαι γιδοβοσκός … Dictionary of Greek
αιπόλος — αἰπόλος, ο (Α) 1. αιγοβοσκός, γιδοβοσκός 2. στον Ησύχιο «αἰπόλος κάπηλος» η σημ. «κάπηλος» είτε αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία τού ομηρ. χωρίου ρ 247 (Leumann) είτε, το πιθανότερο (Latte), αποτελεί παρανάγνωση τού ἀί πολος (= ἀεί πολος) που θα… … Dictionary of Greek
βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… … Dictionary of Greek
γίδα — η η κατσίκα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού γίδι*. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. γίδινος (Μ γιδινός) νεοελλ. γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και γραίκι και γρεκο και γρέκι) … Dictionary of Greek